- Κυπρίους
- Κύπριοςof Cyprusmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυπρίους — κύπριος of Cyprus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek
κίτταρις — κίτταρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) η κίδαρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] … Dictionary of Greek
κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… … Dictionary of Greek
λούμα — λοῡμα, ατος, τὸ (AM) [λούω] μσν. λουτρό αρχ. 1. ρυάκι 2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «λούματα τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα» … Dictionary of Greek
λούσον — λοῡσον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «κόλουρον, κολοβόν, τεθραυσμένον» … Dictionary of Greek
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
μόψος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός μάντης (Λαπίθης), γενναίος πολεμιστής και επιδέξιος κυνηγός, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης της Θεσσαλίας Μοψίου. Ήταν γιος της νύμφης Χλωρίδας και του Άμπυκα. Πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία, στο κυνήγι του … Dictionary of Greek
μύθα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φωνή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού μῦθος παραδεδομένος από τον Ησύχιο (πρβλ. μύθαρ)] … Dictionary of Greek